ἀποστέρει — ἀποστερέω rob pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀποστερέω rob imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμερσίγαμος — ἀμερσίγαμος, ον (Α) αυτός που αποστερεί κάποιον από τον δεσμό τού γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμέρδω + γάμος < γάμος] … Dictionary of Greek
αποστερητής — ἀποστερητής, ο (Α) 1. αυτός που αποστερεί από κάποιον κάτι 2. κλέφτης, άρπαγας … Dictionary of Greek
αποστερητικός — ἀποστερητικός, ή, όν (Α) αυτός που αποστερεί κάτι από κάποιον … Dictionary of Greek
είτα — (AM εἶτα, Α και ιων. τ. εἶτεν) έπειτα, ύστερα, μετά απ αυτά μσν. (με το και ως σύνδ.) έτσι και αρχ. 1. αμέσως τώρα, μετά από λίγο 2. (σε λογική ακολουθία σε ερώτηση ή αναφώνηση, οπότε εκφράζει απορία, έκπληξη, περιφρόνηση, αγανάκτηση κ.λπ.) και… … Dictionary of Greek
λαθίφθογγος — λαθίφθογγος, ον (Α) (ως επίθ. τού θανάτου) αυτός που κάνει κάποιον άλαλο, που τού αποστερεί τη φωνή («θανάτοιο λαθιφθόγγοιο», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + φθόγγος (πρβλ. οξύ φθογγος)] … Dictionary of Greek
όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… … Dictionary of Greek